νιτρῶδες

νιτρῶδες
νιτρώδης
like
masc/fem voc sg
νιτρώδης
like
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αμίνες — Χημικές ενώσεις, παράγωγα της αμμωνίας, με αντικατάσταση ενός, δύο ή τριών ατόμων του υδρογόνου με ισάριθμες αλκυλικές ή αρωματικές ρίζες: διακρίνονται συνεπώς σε πρωτοταγείς, δευτεροταγείς και τριτοταγείς. Καθορίζονται επίσης ως αλειφατικές… …   Dictionary of Greek

  • διαζώτωση — Η εισαγωγή σε μια οργανική ένωση της ομάδας διαζω , δηλαδή δύο ατόμων αζώτου –Ν = Ν– με μία χημική αντίδραση που ανακάλυψε ο Γερμανός χημικός Πέτερ Γκρις (1829 1888) το 1860. Η δ. πραγματοποιείται με νιτρώδες οξύ (ΗΝΟ2) που επιδρά στα… …   Dictionary of Greek

  • άζωτο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ν. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 7 και ατομικό βάρος 14,008. Οφείλει το όνομά του (α στερητικό + ζωή) στο ότι δεν συντελεί στην αναπνοή και συνεπώς δεν διατηρεί τη ζωή. Το… …   Dictionary of Greek

  • αμμωνία — Ένωση του αζώτου με το υδρογόνο, με τύπο ΝΗ3. Στην ελεύθερη κατάσταση είναι αέριο άχρωμο με οσμή έντονα ερεθιστική και αποπνικτική, πυκνότητα 0,597 (αέρας = 1), κρίσιμης θερμοκρασίας 130°C, κρίσιμης πίεσης 114 ατμ. Μπορεί να υγροποιηθεί σχετικά… …   Dictionary of Greek

  • αμύλιο — Μονοσθενής αλειφατική ρίζα, του τύπου C5H11. Υπάρχουν τόσες ρίζες α. όσες και οι αμυλικές αλκοόλες, αλλά οι πιο συνηθισμένες είναι του ισοαμυλίου, (CH3)2 CH CH2 CH2 και του τριτοταγούς α. (CH3)2 C C2H5. νιτρώδες α.Εστέρας του νιτρώδους οξέος, με… …   Dictionary of Greek

  • κάλιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Κ. Ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 19, ατομική μάζα 39,1 και τρία σταθερά ισότοπα. Είναι γνωστό και ως ποτάσιο ή κάλι (καυστικό) …   Dictionary of Greek

  • νιτρώδης — ες (Α νιτρώδης, ῶδες) [νίτρον] αυτός που περιέχει νίτρο ή νιτρικό οξύ σε αφθονία νεοελλ. 1. χαρακτηρισμός τών αλάτων και τών εστέρων τού νιτρώδους οξέος 2. φρ. α) «νιτρώδεις ατμοί» χημ. αέριο μίγμα που αποτελείται από οξείδια τού αζώτου και… …   Dictionary of Greek

  • νιτρώδωση — η 1. χημ. η εισαγωγή, με την γενική επίδραση νιτρώδους οξέος, τής ομάδας τού νιτρωδυλίου NO στο μόριο μιας ένωσης 2. (βιοχ.) η πρώτη φάση τής νιτροποίησης, κατά την διάρκεια τής οποίας το αμμωνιακό άζωτο τού εδάφους μετατρέπεται σε νιτρώδες άζωτο …   Dictionary of Greek

  • τετραζώτωση — η, Ν χημ. η κατεργασία αρωματικών πρωτοταγών διαμινών με νιτρώδες οξύ με την οποία αντικαθίστανται οι αμινομάδες με διαζωομάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetrazotization < τετρ(α) * + άζωτο + κατάλ. ization, που αποδόθηκε στην… …   Dictionary of Greek

  • υδραζωτικός — ή, ό, Ν φρ. α) «υδραζωτικό οξύ» χημ. ανόργανη αζωτούχα χημική ένωση που προκύπτει κατά την αντίδραση τής υδραζίνης με το νιτρώδες οξύ ή κατά την εν θερμῴ επίδραση μονοξειδίου τού αζώτου σε νατραμίδιο β) «υδραζωτικός μόλυβδος» χημ. ανόργανη ένωση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”